Μωρέως, Χρονικό του- — Βλ. λ. Χρονικόν του Μορέως … Dictionary of Greek
Chronicle of Morea — The Chronicle of Morea ( el. Το χρονικόν του Μορέως) is a long 14th century text, of which 4 versions are extant, a French, a Greek (in verse), an Italian and an Aragonese. The Chronicle is more than 9,000 lines long and it narrates events of the … Wikipedia
Chronicle of the Morea — Text from the Chronicle of the Morea [1] The Chronicle of the Morea (Greek: Το χρονικόν του Μορέως) is a long 14th century history text, of which four versions are extant: in French, Greek (in verse) … Wikipedia
χρονικό — το / χρονικόν, ΝΜΑ αφήγηση, απλώς, ιστορικών γεγονότων με χρονολογική σειρά νεοελλ. 1. (στη δημοσιογρ.) σύντομο σχολιασμένο ρεπορτάζ για γεγονότα τής επικαιρότητας («το χρονικό τής ημέρας») 2. στον πληθ. τα χρονικά περιοδική έκδοση εκπαιδευτικού … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
Δραγούμης — Επώνυμο οικογένειας από το Βογατσικό της δυτικής Μακεδονίας, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στα γράμματα και στην πολιτική. 1. Ίων ή Ιωάννης (Αθήνα 1878 – 1920). Πολιτικός και συγγραφέας. Ήταν γιος του Στέφανου Δ. (βλ. 5.). Σπούδασε νομικά και… … Dictionary of Greek
αλλήλως — επίρρ. (Μ ἀλλήλως) 1. αμοιβαία, μεταξύ τους, με τρόπο που να υπάρχει θετική ή αρνητική σχέση τού ενός προσώπου με το άλλο ή τα άλλα, με τρόπο που να δημιουργείται ανταλλαγή αισθημάτων, υποχρεώσεων κ.λπ. από πρόσωπο σε πρόσωπο 2. μόνοι τους,… … Dictionary of Greek
Κουγκέστας βιβλίο — Δημοτική χρονογραφία του 14ου αι. Βλ. λ. Χρονικόν του Μορέως … Dictionary of Greek